Πολιτογράφηση: άλλος ένας εμπαιγμός

Κώστας Κοκόσης, Ανοιχτό Σχολείο Μεταναστών Πειραιά

Πάει καιρός που η ρύθμιση του θέματος της απόδοσης της ελληνικής υπηκοότητας με πολιτογράφηση ταλανίζει και διχάζει νομοθετικά όργανα, δημοσιολογούντες αλλά και τους πολίτες γενικότερα, αρκετές φορές με  επιχειρήματα που εντυπωσιάζουν για την ανεδαφικότητά τους.

Τελευταία εκδοχή και παλινδρόμηση η πρόσφατη, διττή διοικητικο-νομοθετική πρωτοβουλία για την απόκτηση της ιθαγένειας .

Ας αναφερθούν συνοπτικά ορισμένες μόνο πτυχές που θα έπρεπε -λογικά – να συνεκτιμηθούν,  αλλά δυστυχώς φαίνεται πως αγνοούνται ή αποσιωπώνται για κοντόθωρους λόγους.  Είναι βέβαιο, πάντως, πως  εάν εφαρμοστούν υπό τις σχεδιαζόμενες ρυθμίσεις, σύντομα και με μαθηματική ακρίβεια, θα προκαλέσουν σοβαρά προβλήματα γενικότερα.

Πρώτο, η μακρόχρονη δυστοκία στη ρύθμιση της πολιτογράφησης, ιδίως για μακροχρόνια διαμένοντες στη χώρα, δεν μπορεί παρά να υποδηλώνει έλλειψη βούλησης αλλά και άγνοια ή παράκαμψη της πραγματικότητας όπως βιώνεται από όλη την κοινωνία.

Δεύτερο, οι ιθύνοντες αρέσκονται να επικαλούνται και να ζητούν από τους αλλογενείς  αδιανόητες ακόμα και για τους Έλληνες προϋποθέσεις ώστε να δικαιολογήσουν τα όσα θέλουν να κάνουν ή να μην  κάνουν. Έτσι, υποστηρίζουν πως άνθρωποι που ανδρώθηκαν, εργάστηκαν, πλήρωσαν φόρους (όσο και όπως όλοι οι Έλληνες πολίτες) και πήραν την απόφαση  να καταστήσουν για δεκαετίες τη χώρα ως κέντρο της οικονομικής και κοινωνικής  τους δραστηριότητας, θα πρέπει να περάσουν από διαδικασίες απόδειξης της ελληνομάθειάς τους  που και οι ίδιοι οι υπήκοοι αγνοούν. 

Τρανή απόδειξη αποτελεί η σειρά απίθανα τεχνικών  θεμάτων/ερωτημάτων που καλούνται οι υποψήφιοι να γνωρίζουν για να «αποδειχθεί» η … ελληνομάθειά τους. Παράδειγμα: «τί βαθμού ποινικό αδίκημα είναι ο βιασμός εν γάμω» (!), ή «Αναλαμβάνει εκ νέου ο παραπεμφθείς και αθωωμένος από το ειδικό δικαστήριο Πρόεδρος τα καθήκοντά του ή αποχωρεί;» (!). 

Τρίτο, σε περίοδο οικονομικής δυσπραγίας και αβεβαιότητας, με την πραγματική ανεργία να έχει απογειωθεί, καθιερώνεται, ως αναγκαία και απαραίτητη προϋπόθεση, η εξασφάλιση εισοδημάτων και ημερομισθίων  ή μισθών για κάποια περίοδο που ακόμα και οι περισσότεροι πολίτες της χώρας αδυνατούν να εξασφαλίσουν. Δεν είναι άραγε γνωστά (και αποδεκτά) στους κυβερνώντες  όσα συμβαίνουν στην αγορά εργασίας που φαίνεται να είναι ιδιαιτέρως« χρήσιμα» για τους περισσότερους εργοδότες;

 Ή μήπως δεν είναι παγκοίνως γνωστό ότι όχι μόνο δεν δηλώνονται για πάμπολλους όλα ή αρκετά μεροκάματα αλλά, ακόμα και όταν καταβάλλονται οι  ποικιλώνυμες μικρο-επιδοτήσεις των εργαζομένων,  «επιστρέφονται» στον εργοδότη επ’ απειλή απόλυσης; Πώς λοιπόν θα εξασφαλιστούν από τους αιτούντες πολιτογράφηση οι τόσο πολλές «εισφορές» για ασφαλιστικούς και φορολογικούς λόγους;

Τέταρτο, στον τυχόν  ισχυρισμό πως «οι ξένοι παίρνουν τις δουλειές μας», όλοι ξέρουν ότι αφενός οι δουλειές που αναλαμβάνουν οι ξένοι δεν παρουσιάζουν κανένα ενδιαφέρον για τους Έλληνες πολίτες, αφετέρου οι πολλαπλά επωφελούμενοι εργοδότες αυτών των ξένων είναι Έλληνες υπήκοοι. Οι δε κυβερνήτες το γνωρίζουν άριστα και ουδέν πράττουν.

 Επιπλέον η πολιτογράφηση αυτών ως Ελλήνων αναμένεται να αυξήσει τις εισφορές στους ασφαλιστικούς φορείς και τις φορολογικές εισπράξεις. Επομένως η επιφυλακτική, αν όχι αρνητική αντιμετώπιση της πολιτογράφησης, με τέτοιες προϋποθέσεις, βρίθει αρνητικών αποτελεσμάτων και για τα δημοσιονομικά.

Πέμπτο, η θεωρητική/πολιτική διάσταση του θέματος : πολλοί, ακατάπαυστα και εμπρηστικά αναφέρονται στο θέμα χωρίς νηφαλιότητα, χρησιμοποιώντας ανερμάτιστα συνθήματα. Ξεχνούν οι προγονόπληκτοι ότι «Έλληνας … καλείσθαι των της παιδεύσεως της ημετέρας ή των της κοινής φύσεως μετέχοντας» ( Ισοκράτης). Σε τέτοιους ισχυρισμούς μάλλον υφέρπει ανασφάλεια, ακριβώς εκεί που θα έπρεπε να εδράζεται η πίστη στη δυνατότητα του Ελληνισμού να συνυπάρχει, να προσλαμβάνει από κάθε τι νέο με το οποίο έρχεται σε επαφή, δηλαδή το διαφορετικό, το καινούργιο και να συνθέτει διαμορφώνοντας «κοινή φύση»  που προκύπτει από μακρά και επαγωγική συμβίωση των πολιτών της χώρας με αλλοεθνείς.

Η ανοχή σε κάθε τι που υποθάλπει  ή ακόμα χειρότερα φουντώνει την ξενοφοβία και ξενηλασία, δημιουργεί μια λανθασμένη μορφή αυτοπεποίθησης, απομακρύνοντας τους πολίτες από τις αρχές του πολιτισμού, της παιδείας και της ιστορικότητας αυτής της χώρας.  

Η στηριζόμενη λοιπόν σε μια τέτοια βάση νομοθετική και διοικητική ρύθμιση είναι απολύτως αναγκαίο να επανεξεταστεί, να αξιολογηθεί και να μην εφαρμοστεί ως έχει.