Δεν γεννιόμαστε εγωιστές

της Φριντερίκε Χάμπερμανοικονομολόγου, ιστορικού και πολιτικής επιστήμονα

Μετάφραση / σχόλια: Αργύρης ΓεωργουλήςΕναλλακτικό Πολιτιστικό Εργαστήρι της Κέρκυρας

 

Το κείμενο αποτελεί απόσπασμα του αρχικού άρθρου, όπου υποστηρίζεται πως το ανταγωνιστικό σύγχρονο πρότυπο ζωής αιχμαλωτίζει τους ανθρώπους στα δεσμά της ιδιοτέλειας. Έτσι, ματαιώνει τη βαθύτατη προσδοκία τους για αλληλεπίδραση και ολοκλήρωση εντός της κοινότητας που αναπόδραστα τους καθορίζει.

Το έργο αποτελεί ένα από τα 73 κείμενα της συλλογής The Wealth of the Commons, αποτελέσματα έρευνας και αγώνων, απ’ όλη τη Γη, που συγκλίνουν στην έννοια των κοινών, δηλαδή των μη ιδιωτικών πόρων που η διαχείρισή τους επιβάλλεται να αποβαίνει προς όφελος όλων.

Τέτοιου είδους κοινά, που κληρονομούμε ή από κοινού δημιουργούμε, είναι φυσικά αγαθά όπως ο αέρας, οι ωκεανοί και η άγρια φύση, καθώς και κοινωνικοί πόροι όπως οι βιβλιοθήκες, οι δημόσιοι χώροι, η επιστημονική έρευνα κ.τ.ό.

Ένα τέτοιο κοινό είναι και τα Αλληλέγγυα Σχολεία, όπου εφαρμόζεται μια συνεργατική κατανόηση της ανθρώπινης φύσης και των κοινωνικών σχέσεων, θέμα που θα μας απασχολήσει στις 25-26 Μαρτίου, στη διήμερη συνάντηση των Αλληλέγγυων Σχολείων στην ΑΣΚΤ.

Τα Αλληλέγγυα Σχολεία δεν είναι, βεβαίως, μια φυσική συνθήκη που κληρονομούμε αλλά ένα κοινό που δημιουργούμε, όμως η εμπειρία επιβεβαιώνει πως η κοινοτική, συνεργατική και συμπεριληπτική λειτουργία τους όχι μόνο δεν βιάζει την ανθρώπινη φύση, αλλά αποτελεί το πλέον κατάλληλο περιβάλλον για την καλλιέργεια και την ανάπτυξή της.

Μια γυναίκα γράφει ένα γράμμα και το στυλό της πέφτει στο πάτωμα. Γέρνει κατά μήκος του γραφείου και προσπαθεί να το σηκώσει, αλλά δεν μπορεί να το φτάσει. Ένα μικρό αγόρι συνειδητοποιεί ότι μπορεί να βοηθήσει. Περπατά προς το στυλό, το σηκώνει και το δίνει στη γυναίκα.

Αυτό είναι ένα πείραμα με παιδιά ηλικίας είκοσι μηνών. Αρχικά, σχεδόν όλα τους ευχαριστιούνται να βοηθούν ενήλικες που τους πέφτουν αντικείμενα και είναι εμφανώς ανήμποροι να τα σηκώσουν πάλι. Μετά, με τυχαίο τρόπο, δημιουργούνται τρεις ομάδες παιδιών. Στην πρώτη, ο ενήλικας δεν ανταποκρίνεται καθόλου στη βοήθεια του παιδιού· στη δεύτερη, ο ενήλικας επαινεί το παιδί· και στην τρίτη ο ενήλικας ανταμείβει το παιδί, δίνοντάς του ένα παιχνίδι. Το αποτέλεσμα: ενώ τα παιδιά στις πρώτες δύο ομάδες εξακολουθούν να βοηθούν, θεωρώντας το φυσιολογικό, τα περισσότερα παιδιά της τρίτης ομάδας κάνουν κάτι τέτοιο μόνο αν ξέρουν ότι θα ανταμειφθούν. 

[…]

Ένα άρθρο σχετικά με τη χρήση οικονομικών κινήτρων για τους υπαλλήλους, το “The Gummy Bear Effect” («Το ζελεδάκι και η επίδρασή του»), καταγράφει τα διαστρεβλωτικά αποτελέσματα που μπορούν να προκαλέσουν τα εξωτερικά κίνητρα στα βασικά, εσωτερικά, ανθρώπινα κίνητρα:

«Σ’ ένα παιδικό πάρτι γενεθλίων, διηγείστε μια συναρπαστική ιστορία με πειρατές, δράκους κι έναν βυθισμένο θησαυρό. Μετά βάζετε τα παιδιά να φτιάξουν ζωγραφιές σχετικές με την ιστορία. Τα παιδιά στρώνονται στη δουλειά πρόθυμα και ζωγραφίζουν πειρατικούς όρμους, θαλάσσια τέρατα και στολίσκους πειρατικών πλοίων με πολλές λεπτομέρειες. Μετά το πείραμα διαφοροποιείται, ώστε να περιλαμβάνει ένα σύστημα παροχής κινήτρων. Κάθε παιδί λαμβάνει ένα ζαχαρωτό ζελεδάκι για κάθε ολοκληρωμένη εικόνα. Στην αρχή τα παιδιά είναι κατευχαριστημένα, αλλά, εντελώς ξαφνικά, γίνεται προφανές ότι υπάρχουν δύο ομάδες παιδιών: οι “καλλιτέχνες” παραμένουν αφοσιωμένοι στα έργα τους, με τον ίδιο οίστρο που είχαν πριν, και η ανταμοιβή τούς προξενεί χαρά, είναι μια θετική παρενέργεια. Οι “επιχειρηματίες”, απ’ την άλλη πλευρά, περνάνε στη μαζική παραγωγή, ξεπετώντας απλές εικόνες με όλο και αυξανόμενη ταχύτητα και τσαπατσουλιά, και στοιβάζουν σωρούς από ζελεδάκια για να κάνουν επίδειξη της επιτυχίας τους. Οι, απορροφημένοι στις ζωγραφιές τους, “καλλιτέχνες” αρχίζουν να παρατηρούν τις στοίβες από ζελεδάκια των “επιχειρηματιών” και, αργά αλλά σταθερά, αρχίζουν να ενδιαφέρονται λιγότερο για τις λεπτομέρειες των έργων τους. […] Μετά έρχεται η τελευταία φάση του πειράματος: οι κανόνες του παιχνιδιού αλλάζουν και πάλι, με τη δικαιολογία ότι τα ζαχαρωτά έχουν τελειώσει. Ξαφνικά, όχι μόνο οι “επιχειρηματίες” αλλά και οι “καλλιτέχνες” χάνουν το ενδιαφέρον τους. Η εισαγωγή και η κατάργηση ενός συστήματος παροχής κινήτρων μετέτρεψε μια ορεξάτη και ολοζώντανη συντροφιά μικρών κατεργάρηδων σ’ έναν κακοδιάθετο όχλο.» 

[…]

Το τι σημαίνει αυτό όσον αφορά την αναζήτηση μιας πιο χαρούμενης κοινωνίας είναι προφανές. Κάθε φορά που κάποιοι ισχυρίζονται ότι δεν μπορεί να υπάρξει μια καλύτερη κοινωνία ή ένα οικονομικό μοντέλο που να μην είναι τόσο ισχυρά θεμελιωμένο στην ιδιοτέλεια –επειδή «έτσι είναι οι άνθρωποι, στο τέλος τέλος»– μπορούμε να τους αντιμετωπίσουμε με τα λόγια του φιλόσοφου Richard David Precht: «Δεν γεννιόμαστε εγωιστές, μας διαμορφώνουν έτσι». 

Σύμφωνα με τον Precht, η διαπίστωση ότι οι υλικές ανταμοιβές βλάπτουν τους ανθρώπινους χαρακτήρες έχει μια βαθύτατα ανησυχητική διάσταση. Στο κάτω κάτω, ολόκληρο το οικονομικό μας σύστημα έχει χτιστεί πάνω σε τέτοιες ανταλλαγές. Και αν τα οικονομικά αποτελούν την προέκταση της ηθικής με άλλα μέσα, όπως υποστηρίζει ο οικονομολόγος Karl Homann και άλλοι, τι είδους ηθική είναι αυτή που προκαλεί πείνα μέχρι θανάτου για χιλιάδες ανθρώπους κάθε μέρα; Πρόκειται γι’ αυτούς που δεν έχουν αρκετά να προσφέρουν στις δοσοληψίες των αγορών.

Κατά συνέπεια, προκύπτει το ερώτημα πώς οι άνθρωποι θα απεμπλακούν από αυτή την αλλόκοτη δύναμη των χρημάτων χωρίς μια «θεμελιώδη κριτική στο σύνολο του οικονομικού μας συστήματος» το οποίο ο Precht, επίσης, θεωρεί ως απατηλό. Ο κοινωνικός ψυχολόγος Harald Welzer, ορθά, εκτιμά ότι η λεγόμενη ρεαλιστική πολιτική είναι μια «πολιτική αυταπάτης», αν αναλογιστούμε τον βαθμό στον οποίο οι άνθρωποι κλείνουν τα μάτια τους απέναντι στις παγκόσμιες κοινωνικές καταστροφές. Από αυτή την άποψη, διατείνεται, μόνο οι ουτοπιστικές πολιτικές είναι ρεαλιστικές.

Μπορείτε να διαβάσετε το πλήρες αρχικό κείμενο στη διεύθυνση:

http://wealthofthecommons.org/essay/we-are-not-born-egoists

Σχετικές δημοσιεύσεις