της Γεωργίας Αντωνίου – Εναλλακτικό Πολιτιστικό Εργαστήρι της Κέρκυρας
Το πρόγραμμα έγραφε: Μαθηματικά. Η προσέλευση δεν ήταν εντυπωσιακή, όμως υπήρχε συμμετοχή μαθητ(ρι)ών και φοιτητ(ρι)ών που ήθελαν βοήθεια στις εργασίες ή στις εξετάσεις, αλλά και άτομα που «πάντα ήθελαν να καταλάβουν τα Μαθηματικά» έρχονταν στο Εργαστήρι. Το μάθημα ήταν ανοιχτό. Μια κοινότητα με χώρο για όλες/ους. Αυτή είναι άλλωστε η φιλοσοφία του Εργαστηρίου.
Αρχικά δημιουργούνταν ομάδες, ανάλογα με τις απαιτήσεις. Στη συνέχεια, εξηγούσα ένα γνωστικό αντικείμενο στη μια ομάδα, έδινα θέματα προς επίλυση και, κατά τον χρόνο της επίλυσης, εξηγούσα κάποιο άλλο αντικείμενο στα υπόλοιπα μέλη. Σύντομα, διακρίνονταν 2 κατηγορίες, τα άτομα που συνέχιζαν και όσοι/ες δεν άντεχαν, επειδή, ελλείψει διαρκούς καθοδήγησης, προτιμούσαν την πεπατημένη, το κλασικό φροντιστηριακό μάθημα, που δεν κρίνεται απαραίτητα αρνητικό, όμως αδυνατεί να προσεγγίσει το διαφορετικό, να ξεφύγει από βασανιστικές και δυσλειτουργικές συμβάσεις.
Κάποια χρονιά εκτίμησα πολύ τα παιδιά της Α΄ Λυκείου, τον τρόπο που εντάχθηκαν στο πλαίσιο του μαθήματος, που συνεργάζονταν, που πρόσεχαν, που ήταν εκεί χωρίς να περιμένουν έτοιμες απαντήσεις. Μάλιστα, βοηθούσαν παιδιά μικρότερων τάξεων. Έτσι αποφάσισα για πρώτη φορά, την επόμενη χρονιά, να διδάξω Μαθηματικά Β΄ Λυκείου.
Ποια ήταν τα αξιοσημείωτα χαρακτηριστικά των συναντήσεών μας;
Συναντιόμασταν μία φορά την εβδομάδα, για ένα δίωρο, το οποίο, παρά τις αυξημένες απαιτήσεις της Β΄ Λυκείου, ήταν αρκετό. Τα παιδιά άκουγαν πρώτη φορά το γνωστικό αντικείμενο στο σχολείο, ως όφειλαν, με σεβασμό του αντικειμένου και των καθηγητ(ρι)ών. Αποφύγαμε το γνωστό φαινόμενο, όπου τα παιδιά βαριούνται στο σχολείο, απαξιώνοντας τη διαδικασία μάθησης, επειδή η ύλη τούς φαίνεται γνωστή.
Επιπλέον, κατά τα έτη της Α’ και της Β’ Λυκείου, τα παιδιά δεν πήραν ποτέ ασκήσεις στο σπίτι! Πρώτον, επειδή αυτές συνεπάγονται αντίστοιχο χρόνο διόρθωσης, πράγμα αδύνατο με μία συνάντηση ανά εβδομάδα. Κατά δεύτερο λόγο, ουσιαστικότερο, το πρόγραμμα των παιδιών ήταν ήδη επιβαρυμένο, με δραστηριότητες που αγαπούσαν (π.χ. μουσική, ζωγραφική, αθλητισμός) και δεν σκόπευαν να θυσιάσουν στον βωμό της επιβεβλημένης επιτυχίας. Δραστηριότητες που διατήρησαν και στην απαιτητική Γ’ Λυκείου – και πολύ καλά έκαναν.
Το ζητούμενο είναι τα παιδιά να νιώθουν ευτυχισμένα και όχι υπερφορτωμένα με προγράμματα που δυσκολεύονται να κατανοήσουν τον λόγο ύπαρξής τους, να ζουν δημιουργικά αντί να υπηρετούν ανούσιες κοινωνικές συμβάσεις, να μπουν στην ακαδημαϊκή τους πορεία χωρίς να «καούν» για την επίτευξη αυτού του στόχου.
Επίσης, τα παιδιά δεν έφερναν να τους λύσω τις ασκήσεις του σχολείου: ήταν δική τους ευθύνη. Δεν είχα καμία παρέμβαση στη σχέση τους με το σχολικό μάθημα. Αποτυχίες υπήρχαν, φυσικά. Αλλά αυτό είναι μέρος της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Όμως, το Λάθος λες κι έχει απαγορευτεί στην εκπαιδευτική διαδικασία. Στις συνηθισμένες σχολικές τάξεις δεν υπάρχουν λάθη. Δεν υπάρχουν λανθασμένες προτάσεις, λανθασμένοι συνειρμοί, λανθασμένες σκέψεις. Όλα πρέπει να είναι: Σωστά! Το λάθος απαγορεύεται ή –ακόμα χειρότερα– δεν συγχωρείται. Φτάνουμε, λοιπόν, στο σημείο ένα πλήθος παιδιών (ποσοστό που σταδιακά αυξάνεται) να μη συμμετέχει καθόλου. Τα παιδιά χάνουν το ενδιαφέρον τους. Ακούγονται μόνο λίγες φωνές που ξέρουν τη σωστή απάντηση, ανεξάρτητα αν την καταλαβαίνουν! Καταργήσαμε το Λάθος στην τάξη και αυτόματα καταργήσαμε τη σκέψη, τη συμμετοχή, το ενδιαφέρον.
Από τη Β΄ στη Γ΄ Λυκείου, γνωρίζοντας ότι η προετοιμασία για τις εισαγωγικές εξετάσεις επιβάλει καλοκαιρινά μαθήματα και ότι το Εργαστήρι κλείνει το καλοκαίρι, όφειλα να συμβουλεύσω τα παιδιά να συνεχίσουν αλλού. Προς μεγάλη μου έκπληξη, ήθελαν να συνεχίσουμε μαζί.
Ξεκινήσαμε περίπου στα μέσα Σεπτεμβρίου, δύο φορές την εβδομάδα πια, χωρίς ιδιαίτερη εργασία για το σπίτι. Καταφέραμε να μελετήσουμε το σχολικό βιβλίο και τα προηγούμενα θέματα των εξετάσεων. Αυτά, μόνο. Εστιάσαμε στην εποπτική ματιά, δεν χάσαμε το δάσος προσπαθώντας να εξερευνήσουμε κάθε δέντρο λεπτομερώς. Και πετύχαμε τον στόχο των Πανελλαδικών, κάτι που πιστεύαμε από την αρχή, όταν οι συναντήσεις μας διέπονταν από εμπιστοσύνη, αλληλεγγύη και σεβασμό στην προσωπικότητα, τον χρόνο και τις επιλογές μας και ταυτόχρονα από ουσιαστική μαθηματική εξέταση και ανάλυση.
Τα παιδιά κατάφεραν να περάσουν στην πρώτη τους επιλογή, κάτι στατιστικά αδύνατο!
(Σχεδόν το 60% των υποψηφίων στα Μαθηματικά, κάθε χρόνο, δεν πιάνει βάση! Αν αυτό –μετά από τόσα χρόνια σχολείου και φροντιστηρίου– δεν δείχνει πως κάτι συμβαίνει εντελώς λανθασμένα, τότε τι;)
Στις φετινές Πανελλαδικές το κείμενο της Γλώσσας ρωτούσε: “Γιατί δεν αγαπάνε οι μαθητές την ιστορία;” Γιατί δεν αγαπάνε το σχολείο, είναι η απάντηση, αφού η προσέγγιση στη γνώση είναι ξερά εργαλειακή! Από το 1960, η προσθαφαίρεση εξεταζόμενων μαθημάτων είναι η μοναδική μεταρρύθμιση της εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Οι Πανελλαδικές Εξετάσεις καλά κρατούν σχεδόν 60 χρόνια. «Πανελλ-άδικες» τις ονομάζει μεγάλος αριθμός μαθητ(ρι)ών. Έχουν δίκιο, είναι άδικες ως προς την κοινωνία συνολικά. Άδικες ως προς το σχολείο, που απαξιώνεται η συνεισφορά του. Άδικες ως προς το φροντιστήριο, που πρέπει κάθε χρόνο να αποδεικνύει τη «χρησιμότητά» του, με εργαζόμενους που δουλεύουν εξοντωτικά ωράρια, με μόνιμο άγχος να καλύψουν τα «πάντα». Άδικες για τους κηδεμόνες, που δαπανούν μια περιουσία για το καλό του παιδιού τους, όταν η παιδεία δηλώνεται ελεύθερη και δωρεάν. Μα πιο πολύ, άδικες για τα παιδιά, που ζουν αυτή την ανταγωνιστική παρα-μόρφωση, με αποκορύφωμα τις εισαγωγικές εξετάσεις, κεντρική είδηση στα ΜΜΕ.
Υπάρχει εναλλακτική και αξίζει να στρέψουμε το βλέμμα προς τα εκεί. Τα παραδείγματα και τα αντιπαραδείγματα είναι γνωστά. Και είναι εύκολο να θέλουμε την αλλαγή, όμως είναι δύσκολο να πραγματοποιηθεί. Δύσκολο, αλλά όχι αδύνατο. Αν περιμένουμε να βελτιωθεί κάτι σ’ αυτή τη χώρα, αυτό μπορεί να ξεκινήσει μόνο μέσα από την εκπαίδευση.